- τριβρωμιούχος
- -α, -ο, θηλ. και -ος, Ν(για χημική ένωση) αυτός τού οποίου το μόριο περιέχει τρία άτομα βρωμίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. tribromure < tri- (< λατ. tres, tria, πρβλ και τρεις) + bromure «βρωμιούχος» (< brome «βρώμιο» < βρῶμος «δυσοσμία»)].
Dictionary of Greek. 2013.